Σαν σήμερα, στις 18 Αυγούστου 1997, η Νίκη Ξάνθου πέταξε στα 7,03 μ. στη Bellinzona της Ελβετίας και χάραξε ανεξίτηλα το όνομά της στην ιστορία του ελληνικού στίβου. Ένα πανελλήνιο ρεκόρ που παραμένει ακλόνητο εδώ και 28 χρόνια, σύμβολο μιας αθλήτριας που έζησε και έγραψε μοναδική ιστορία στο άλμα εις μήκος γυναικών στην Ελλάδα .
Στην καρδιά του Αιγαίου, εκεί όπου ο Κολοσσός της Ρόδου στεκόταν αγέρωχος ως ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου, γεννήθηκε και μεγάλωσε ένα σύγχρονο «θαύμα» για τον ελληνικό στίβο: η Νίκη Ξάνθου.
Στους ίδιους τόπους που η ιστορία μνημονεύει την Καλλιπάτειρα, τη Ροδίτισσα που αψήφησε τους νόμους για να δει τον γιο της να αγωνίζεται στην Ολυμπία, η Νίκη θα έφερνε – αιώνες αργότερα – το δικό της φως στον ελληνικό αθλητισμό.
Γεννημένη στις 11 Οκτωβρίου 1973, μεγάλωσε κυριολεκτικά δίπλα στο Αρχαίο Στάδιο της Ρόδου. Μαθήτρια ακόμη της πέμπτης δημοτικού, έπειτα από παρότρυνση της μεγαλύτερης αδελφής της, έλαβε μέρος στους σχολικούς αγώνες. Εκεί, εντυπωσίασε κερδίζοντας στα σπριντ και στο μήκος, ξεπερνώντας όλα τα συνομήλικα παιδιά.
Το ταλέντο της ανιχνεύτηκε αμέσως από τους τοπικούς γυμναστές, και σύντομα ξεκίνησε την πρώτη της οργανωμένη προπόνηση.
Ένα χρόνο αργότερα, εντάχθηκε στο νεοσύστατο τμήμα ενόργανης γυμναστικής του συλλόγου της, επηρεασμένη από τον μύθο της Νάντια Κομανέτσι που είχε κατακλύσει τα νεαρά κορίτσια της εποχής. Η Ξάνθου διακρίθηκε και εκεί, ώσπου ένα ατύχημα – κάταγμα στο χέρι – ανάγκασε την οικογένεια να την απομακρύνει από την ενόργανη. Η επιστροφή στον στίβο ήταν οριστική.
Από παιδί ήταν πεισματάρα, εργατική, με απίστευτη προσήλωση. Εκτελούσε με ακρίβεια κάθε προπονητικό πρόγραμμα, δίχως υπεκφυγές. Στα σχολικά της τετράδια και θρανία , έγραφε συνεχώς τη φράση long jump και δίπλα έναν αριθμό – τον στόχο που έθετε για το επόμενο της άλμα.
Το ταλέντο συνδυάστηκε με την αφοσίωση και τα πρώτα αποτελέσματα δεν άργησαν. Στους τοπικούς αγώνες Δωδεκανήσου κυριαρχεί, ενώ γρήγορα ξεχωρίζει σε πανελλήνιες αναπτυξιακές διοργανώσεις.
Το 1990, στα 17 της χρόνια, αγγίζει τα 6 μέτρα με άλμα 5,96 μ.
Την ίδια χρονιά παίρνει τη μεγάλη απόφαση να μετακομίσει στην Αθήνα. Αν και η μητέρα της είχε αρχικά αντιρρήσεις, οι μεγαλύτερες αδελφές της βρίσκονταν ήδη εκεί. Παρά τις συζητήσεις με τον ΣΕΓΑΣ για να μείνει στους ξενώνες του ΟΑΚΑ, η πρόταση δεν υλοποιήθηκε ποτέ. Έτσι, έμεινε μακριά, στο Ίλιον, ενώ πήγαινε σχολείο στο Χαλάνδρι, πραγματοποιώντας εξαντλητικές καθημερινές διαδρομές.
Ο ψυχισμός της όμως δεν λύγισε· η στοχοθεσία της παρέμεινε ακλόνητη.
Με προπονητή τον Νεστορα Κολοβό , ως νεάνιδα (Κ20), το 1992, καταρρίπτει τρεις φορές το πανελλήνιο ρεκόρ Κ20, ανεβάζοντάς το από 6,18 μ. στα 6,46 μ. – 6,56 μ. – 6,60 μ.. Επίδοση που αποτελούσε τότε τη δεύτερη καλύτερη όλων των εποχών στην Ελλάδα και όριο για τους Ολυμπιακούς της Βαρκελώνης. Ωστόσο, με απόφαση του ΣΕΓΑΣ, οι αθλητές Κ20 δεν συμμετείχαν στους Ολυμπιακούς. Η Νίκη επηρεάστηκε αρνητικά – το όνειρό της να βρεθεί στη Βαρκελώνη έμεινε ανολοκλήρωτο. Στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ε/Ν του 1992 περιορίστηκε στην 8η θέση με 6,08 μ. στον προκριματικό και 6,03 μ. στον τελικό.
Το 1994, σε ηλικία 21 ετών, σπάει το παλιό ρεκόρ της Λάμπρου (6,64 από το 1979) με 6,67 μ., για να το βελτιώσει την ίδια χρονιά σε 6,69 μ. και 6,74 μ.
Στο Ευρωπαϊκό του Ελσίνκι κατατάσσεται 10η (6,44 μ. στον τελικό).
Το 1995, στα 22 της χρόνια, καταρρίπτει ξανά το πανελλήνιο ρεκόρ: 6,82 – 6,87 – 6,94 μ. (ρεκόρ Κ23 μέχρι σήμερα). Στο πρώτο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της καριέρας της μένει εκτός τελικού για μόλις τρία εκατοστά (6,50 μ.).
Το 1996 η πορεία της παίρνει άλλη διάσταση με την καθοδήγηση του Γκιόργκι Πομάσκι. Όπως η ίδια έχει δηλώσει, τότε αντιλήφθηκε τι σημαίνει «υψηλός πρωταθλητισμός». Η αυστηρότητα στην προπόνηση και οι πολύωρες συζητήσεις για τη ζωή του αθλητή έθεσαν νέα θεμέλια. Στα Βενιζέλεια του 1996 στα Χανιά, η Νίκη Ξάνθου σπάει το φράγμα των 7 μέτρων με 7,01 μ. (2,0).
Λίγο αργότερα, στα Παπαφλέσσεια της Καλαμάτας, πετυχαίνει 6,96 μ. με αντίθετο άνεμο -1,9.
Στους Ολυμπιακούς της Ατλάντα, με άλμα 6,97 μ., βρίσκεται για μεγάλο διάστημα στην τρίτη θέση. Ωστόσο, στο τελευταίο άλμα, η θρυλική Jackie Joyner-Kersee πετυχαίνει 7,00 μ. και την εκτοπίζει στην 4η θέση. Ένα άλμα που, σύμφωνα με μαρτυρίες, ίσως ήταν άκυρο – οι τηλεοπτικές κάμερες δεν έδειξαν ποτέ το πάτημα.
Το 1997 γράφεται η μεγαλύτερη σελίδα της καριέρας της.
Μπροστά σε χιλιάδες Έλληνες στο κατάμεστο ΟΑΚΑ, κατακτά το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα με άλμα 6,94 μ.. Η εικόνα της, με δάκρυα και υψωμένη σημαία, μένει ανεξίτηλη στη μνήμη.
Δέκα μέρες αργότερα, στις 18 Αυγούστου 1997, στη Bellinzona της Ελβετίας, σημειώνει το ανεπανάληπτο 7,03 μ. (0,4) – πανελλήνιο ρεκόρ που στέκει αγέρωχο εδώ και 28 χρόνια.
Το 1998 μένει εκτός Ευρωπαϊκού λόγω δερματοπάθειας. Το 1999 επανέρχεται με 6,98 μ. στα Παπαφλέσσεια, αλλά στο Παγκόσμιο της Σεβίλλης μένει εκτός τελικού (6,34 μ.), σε έναν αγώνα που το χάλκινο μετάλλιο έκλεισε στα 6,83 μ.
Τα επόμενα χρόνια οι τραυματισμοί μειώνουν την ένταση των αλμάτων της. Παρά τους πόνους, μένει ενεργή, αγωνίζεται με πείσμα, και το 2002 κατακτά το μοναδικό της διεθνές χρυσό: Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα κλειστού στίβου στη Βιέννη με άλμα 6,74 μ., αφήνοντας τρεις Ρωσίδες αντιπάλους πίσω της (2η – 3η – 4η θέση).
Πάλεψε μέχρι τους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004, σε μια κορύφωση συγκινητική για κάθε Έλληνα αθλητή.
Η Niki Xanthou δεν είναι μόνο η κάτοχος του ελληνικού ρεκόρ με 7,03 μ.. Είναι η γυναίκα που έδειξε τι σημαίνει να κυνηγάς όνειρα με πείσμα και αποφασιστικότητα , να αντέχεις τις απογοητεύσεις, να ανυψώνεις μια χώρα με το άλμα σου.
Από το αρχαίο στάδιο της Ρόδου μέχρι τα στάδια του κόσμου, το όνομά της έμεινε χαραγμένο στην ιστορία.
Και το 7,03 μ. της 18ης Αυγούστου 1997 θα παραμένει πάντα το αιώνιο αποτύπωμά της, ένα κομμάτι ελληνικής αθλητικής αιωνιότητας.
Δημιουργήσαμε την ομάδα του isthmosnews.gr που είναι μία ζωντανή διαρκώς ανανεωμένη παρέα στην οποία θα μπορούν να συμμετέχουν όλοι ανεξαρτήτως ηλικίας και μόρφωσης, που ενδιαφέρονται επαρκώς και νοιάζονται που τολμούν να μοιράζονται απόψεις και να εκφράζονται δημόσια.